ἔδαφος, τὸ
Ερμηνεία:
[του εδάφους, τα εδάφη (εκεί που πατάμε, ο φλοιός της γης)
Ετυμολογία:
[< (Όμηρ.) έδαφος (έδαφος, η βάση στην οποία χτίζεται ο ναός), Πρ. Αποστ 22,7]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Δὲν ἐπάτει πλέον ἀσφαλῶς τὸ ἔδαφος… [Ο έρωτας στα χιόνια].
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|